- γλυφαίνω
- [γλυφός]1. κάνω κάτι γλυφό2. είμαι ή γίνομαι γλυφός, υφάλμυρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυφαίνω — γλύφανα 1. μτβ., κάνω κάτι γλυφό. 2. αμτβ., γίνομαι γλυφός: Το νερό γλύφανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)